- λόζα
- ηθεωρείο θεάτρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. lozza].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λούζα — και λούτζα και λόζα, η 1. είδος αλλαντικού από χοιρινό φιλέτο 2. άδενδρη τοποθεσία σε δασώδη έκταση … Dictionary of Greek
λότζα — και λόντζα, η (Μ λότζα) νεοελλ. 1. υπόστεγο υαλόφρακτο παράπηγμα 2. θεωρείο θεάτρου, αλλ. λόζα μσν. 1. μεγάλη αίθουσα παλατιού ή ειδικός χώρος συνάντησης 2. τα προξενεία τής Γένουας και τής Βενετίας στην Κύπρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. loge «θεωρείο… … Dictionary of Greek